- σέσουλα
- η, Ν1. μικρό ξύλινο δοχείο για το άδειασμα τών νερών από βάρκα2. μικρό κοίλο φτυάρι που χρησιμοποιείται, κυρίως, για την τοποθέτηση τών χύμα εμπορευμάτων, λ.χ. ζάχαρης, ρυζιού, οσπρίων κ.ά., από τους σάκους σε σακούλες κατά την ζύγισή τους3. φρ. «με την σέσουλα»μτφ. σε μεγάλη ποσότητα, σε αφθονία.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. sessola].
Dictionary of Greek. 2013.